αὐτοματιζούσης

αὐτοματιζούσης
αὐτοματίζω
act of oneself
pres part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυτοματίζω — αὐτοματίζω (Α) [αυτόματος] 1. ενεργώ πρόχειρα ή απερίσκεπτα 2. παραδέχομαι ότι υπάρχει τύχη 3. (για πράγματα) συμβαίνω τυχαία 4. φρ. «αὐτοματιζούσης τῆς φύσεως» της φύσης που ενεργεί αυτόματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”